- Ἀρείας
- Ἀρείᾱς , ἄρειοςfem acc plἈρείᾱς , ἄρειοςfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρειᾷς — ἀρειάω irasya´ pres subj act 2nd sg ἀρειάω irasya´ pres ind act 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρειάς — ἀρειά̱ς , ἀρειά menaces fem acc pl (ionic) ἀρειά̱ς , ἀρειή menaces fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρείας — ἀρείᾱς , ἄρειος fem acc pl ἀρείᾱς , ἄρειος fem gen sg (attic doric aeolic) ἀ̱ρείᾱς , ἀρειάω irasya´ imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀρείᾱς , ἀρειάω irasya´ imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρειας — ἀρέμ rest fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ἄ̱ρειας , αἴρω attach aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύγνωτος — Όνομα δύο αρχαίων Ελλήνων καλλιτεχνών. 1. Ζωγράφος από τη Θάσο (α΄ μισό του 5ου αι. π.Χ.), γιος του ζωγράφου Αγλαοφώντα, από τον οποίο διδάχτηκε την τέχνη του. Τίποτα δεν σώζεται από τα έργα του, τα οποία ωστόσο περιγράφει λεπτομερώς ο Παυσανίας … Dictionary of Greek
Αριανή — Ονομασία που καθιερώθηκε στην ελληνιστική εποχή και δήλωνε τις ανατολικές χώρες του ιρανικού οροπεδίου. Η Α. περιλάμβανε τις περιοχές Γεδρωσίας, Καρμανίας, Αραχωσίας, Αρείας και Πάρθειας. Οι λαοί των περιοχών αυτών ονομάζονταν Αριανοί ανεξάρτητα… … Dictionary of Greek
Βοιωτία — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Στερεάς Ελλάδας, που τα όριά της συμπίπτουν σχεδόν με τον σημερινό νομό Β. (βλ. λ.), ενώ ένα μικρό τμήμα της στα ανατολικά περιλαμβάνεται στον νομό Ευβοίας (βλ. λ.). Γεωλογική ιστορία. Η Β. βρίσκεται σε μια… … Dictionary of Greek
Μίλητος — I Μυθολογικό πρόσωπο, ιδρυτής της Μιλήτου, φίλος του Σαρπηδόνα. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν τον μύθο του με μερικές παραλλαγές. Ο Απολλόδωρος υποστηρίζει πως ήταν γιος του Απόλλωνα και της Αρείας, ενώ ο Οβίδιος τον αποκαλεί Δικωνίδη, δηλαδή… … Dictionary of Greek
Ναύπλιο — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 13.822 κάτ.) της ανατολικής Πελοποννήσου, πρωτεύουσα σήμερα του νομού Αργολίδος. Το Ν. ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της νεότερης Ελλάδας και έδρα του ομώνυμου δήμου, στην οποία υπάγονταν διοικητικά ο δήμος Ναυπλιέων και οι… … Dictionary of Greek
Ονασίας — (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Ζωγράφος. Ο Παυσανίας αναφέρει (IX, 4,1) ότι ήταν σύγχρονος του ζωγράφου Πολύγνωτου και συνεργάτης του στη ζωγραφική διακόσμηση του ναού της Αρείας Αθηνάς στις Πλαταιές … Dictionary of Greek